- διαμετρικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στη διάμετρο, ο διαγώνιος: Είμαι διαμετρικά αντίθετος με την απόφασή σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαμετρικός — ή, ό [διάμετρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάμετρο 2. αυτός που κείται κατά τη διεύθυνση τής διαμέτρου … Dictionary of Greek
διαμετρικά — διαμετρικός diagonal neut nom/voc/acc pl διαμετρικά̱ , διαμετρικός diagonal fem nom/voc/acc dual διαμετρικά̱ , διαμετρικός diagonal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικόν — διαμετρικός diagonal masc acc sg διαμετρικός diagonal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικοῦ — διαμετρικός diagonal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικούς — διαμετρικός diagonal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικῆς — διαμετρικός diagonal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρική — διαμετρικός diagonal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικῶς — διαμετρικός diagonal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
διαμετρητός — ή, ό (Α διαμετρητός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος 2. διαμετρικός … Dictionary of Greek